- τεμαχίζω
- τεμάχισα, τεμαχίστηκα, τεμαχισμένος, κόβω σε τεμάχια, κομματιάζω: Τεμαχίζω τη βασιλόπιτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεμαχίζω — τεμαχίζω, τεμάχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τεμαχίζω — ΝΜΑ [τέμαχος] κόβω σε τεμάχια, σε κομμάτια, κομματιάζω (α. «τεμάχισε το κρέας» β. «ξιφίας κητώδης... τεμαχίζεται», Ξενοκρ.) αρχ. μτφ. διαιρώ, διαχωρίζω (α. «τεμαχίζειν μεληδὸν τὸν νόμον», Πορφ. β. «τεμαχίζειν τὴν πραγματείαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
τεμαχίζει — τεμαχίζω cut up fish for salting pres ind mp 2nd sg τεμαχίζω cut up fish for salting pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίζομεν — τεμαχίζω cut up fish for salting pres ind act 1st pl τεμαχίζω cut up fish for salting imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίζοντα — τεμαχίζω cut up fish for salting pres part act neut nom/voc/acc pl τεμαχίζω cut up fish for salting pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίζουσι — τεμαχίζω cut up fish for salting pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τεμαχίζω cut up fish for salting pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίζουσιν — τεμαχίζω cut up fish for salting pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τεμαχίζω cut up fish for salting pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίσαντα — τεμαχίζω cut up fish for salting aor part act neut nom/voc/acc pl τεμαχίζω cut up fish for salting aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχιζομένους — τεμαχίζω cut up fish for salting pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχιζούσῃ — τεμαχίζω cut up fish for salting pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)